-
1 промышленный
промышленныйприл βιομηχανικός:\промышленныйое предприятие ἡ βιομηχανική ἐπιχείρηση. -
2 промышленный
επ.βιομηχανικός•-ое предприятие βιομηχανική επιχείρηση•
промышленный центр βιομηχανικό κέντροпромышленныйая страна βιομηχανική χώρα•
промышленный район βιομηχανική περιοχή.
-
3 катализ
хим. η κατάλυσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > катализ
-
4 метод
η μέθοδος, το σύστημα, ο τρόποςана-глифический (карт.) - ανάγλυφος -лабораторный - εργαστηριακή -, πειραματική -- механической обработки - της μηχανικής κατερ-γασίας/επεξεργασίας- расчёта по разрушающим нагрузкам - υπολογισμού βάσει των καταστρεπτικών φορτίωνсравнительный - см. сопоставительный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > метод
-
5 облучатель
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > облучатель
-
6 район
η περιοχή, η ζώνηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > район
-
7 район
-а α.1. περιοχή•промышленный -βιομηχανική περιοχή•
земледельческий район αγροτική περιοχή•
южные -ы страны οι νότιες περιοχές της χώρας•
хлебный район σιτοπαραγωγική περιοχή•
степной район πεδινή περιοχή•
угольный район ανθρακοφόρα περιοχή•
-ы военных действий περιοχές πολεμικών επιχειρήσεων.
2. επαρχία (ως διοικητική μονάδα). || τμήμα, συνοικία• αχτίδα.3. περιφέρεια. -
8 βιομηχανικός
η, ό[ν] промышленный, индустриальный;βιομηχανική επιχείρηση — промышленное предприятие;
βιομηχανικό συγκρότημα — промышленный комплекс;
βιομηχανική τράπεζα — промышленный банк;
βιομηχανικός εξοπλισμός — промышленное оборудование;
βιομηχανικά προϊόντα — промышленные товары
-
9 фабричный
фабри́чн||ый1. прил τής φάμπρικας, ἐργοστασιακός, τοῦ ἐργοστασίου:\фабричныйая марка ἡ ἐργοστασιακή μάρκα, τό σήμα τοῦ ἐργοστασίου· \фабричный гудок ἡ σειρήνα (или σφυρίχτρα) ἐργοστασίου·2. прил (промышленный) βιομηχανικός:\фабричный город ἡ βιομηχανική πόλις· \фабричныйое производство ἡ βιομηχανική παραγωγή· \фабричныйым способом βιομηχανικά [-ῶς]·3. м уст. ὁ ἐργάτης τής φάμπρικας. -
10 район
районм1. (местность, округа) ἡ περιοχή, ἡ ζώνη:отдаленный от центра \район περιοχή μακρυά ἀπό τό κέντρο· угольный \район ἡ ἀνθρακοφόρος περιοχή, ἡ περιοχή ἀνθρακωρυχίων промышленный \район ἡ βιομηχανική περιοχή· укрепленный \район ἡ ὁχυρωμένη ζώνη· \район бо́я ἡ ζώνη τής μάχης· \район военных действий ἡ περιοχή τῶν πολεμικών ἐπιχειρήσεων2. (административный) τό τμήμα, ἡ συνοικία (в городе)/ ἡ περιφέρεια (в области). -
11 μονάδα
[-ας (-άδος)] η1) единица;μονάδα μήκους — единица длины;
νομισματική μονάδα — денежная единица;
βιομηχανική μονάδα — промышленный объект;
παραγωγική μονάδα — промышленное предприятие;
2) воен, подразделение, часть;μονάδα του στόλου — боевая единица флота, военный корабль;
μονάδα στρατού — воинская часть;
3) филос, монада -
12 подъём
-а α.1. βλ. поднятие..2. άνοδος, αύξηση• ανάπτυξη•промышленный подъём βιομηχανική άνοδος•
подъём материального состояние народа άνοδος της υλικής ευημερίας του λαού•
подъём производства товаров αύξηση της παραγωγής εμπορευμάτων.
3. έξαρση, εξύψωση, μεταρσίωση, εμψύχωση, ενθουσιασμός, οιστρηλασία.4. ανήφορος•крутой подъём απότομος ανήφορος•
спуск и подъём κατήφορος και ανήφορος.
5. ο ταρσός του ποδιού. || το ύψωμα του υποδήματος στον ταρσό.6. εγερτήριο.7. ανύψωση του νερού (της στάθμης), φουσκωνεριά•подъём реки φουσκωποταμιά.
лёгок (лёгкий) на подъём καλόβουλος, καταδεχτικότατος αβάρετος πεταχτός•
тяжёл (тяжёлый) на подъём βαρετός, ασήκωτος, αργοκίνητο καράβι•
деньги на подъём τα οδοιπορικά (έξοδα).